- σκοτιδιάζω
- και σκοτειδιάζω Ν [σκοτ(ε)ίδι]1. βυθίζομαι στο σκοτάδι, σκοτεινιάζω («σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και... ο κάμπος», δημ. τραγούδι)2. (ως τριτοπρόσ.) σκοτιδιάζει και σκοτειδιάζειεπέρχεται η νύχτα, βραδιάζει («ο ήλιος εβασίλεψεσκοτείδιασε, νυχτώνει», Κρυστ.).
Dictionary of Greek. 2013.